αἰσχροί

αἰσχροί
αἰσχρός
causing shame
masc nom/voc pl
αἰσχρός
causing shame
masc/fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ευπάρυφος — εὐπάρυφος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που φορεί φόρεμα με ωραία πορφυρή παρυφή 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ εὐπάρυφος το ωραίο ένδυμα 3. το ουδ. ως ουσ. τὰ εὐπάρυφα τα πολυτελή ενδύματα με εξαιρετική ύφανση που φορούσαν οι πλούσιοι, οι άρχοντες 4. μτφ. πλούσιος,… …   Dictionary of Greek

  • κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”